περισσολογώ

περισσολογώ
-έω, Α
βλ. περιττολογώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιττολογῶ — περισσολογῶ , περισσολογέω speak superfluously pres subj act 1st sg (attic epic doric) περισσολογῶ , περισσολογέω speak superfluously pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοεπώ — έω, Α [περισσοεπής] περισσολογώ, φλυαρώ, λέγω περιττά λόγια …   Dictionary of Greek

  • περιττολογία — η / περισσολογία, ΝΑ [περιττολογώ / περισσολογώ] το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια …   Dictionary of Greek

  • περιττολογώ — περιττολογῶ, έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ [περιττολόγος / περισσολόγος] λέω περιττά, άχρηστα λόγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”